γλισχρότητα

γλισχρότητα
η (Α γλισχρότης) [γλίσχρος]
1. πενιχρότητα («η γλισχρότητα τών πόρων»)
αρχ.
1. η ιδιότητα τού κολλώδους, το να κολλάει κάτι
2. γλιστεράδα
3. φιλαργυρία, τσιγγουνιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γλισχρότητα — η η ανεπάρκεια, η πενιχρότητα: Η επιχείρηση θα κλείσει εξαιτίας της γλισχρότητας των εσόδων της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλισχρότητα — γλισχρότης stickiness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”